- κολοβώ
- κολοβῶ, -όω (AM)βλ. κολοβώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κολοβῶ — κολοβός docked masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) κολοβόω dock pres subj act 1st sg κολοβόω dock pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβῷ — κολοβός docked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολοβωτής — κολοβωτής, ὁ (Μ) [κολοβώ] αυτός που ακρωτηριάζει κάτι … Dictionary of Greek
κολοβώνω — (AM κολοβῶ, όω, Μ και κολοβώνω) [κολοβός] κόβω, ακρωτηριάζω, κουτσουρεύω («ἀποκτέννουσιν αὐτούς, καὶ κολοβοῡσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας», ΠΔ) νεοελλ. παρεμβάλλω εμπόδια, παρεμποδίζω μσν. μετριάζω αρχ. (για χρόνο) συντομεύω, περιορίζω … Dictionary of Greek
κολόβωμα — το (AM κολόβωμα) [κολοβώ] 1. ακρωτηριασμός, κουτσούρεμα («οὐδέν τι τῶν ζῴων ἐλλιπὲς ἔχον μόριον ἐκ κολοβώματος ἐθύετο», Τζέτζ.) 2. το τμήμα μέλους ή οργάνου που απομένει μετά τον ακρωτηριασμό … Dictionary of Greek
κολόβωση — η (AM κολόβωσις) [κολοβώ] η ενέργεια τού κολοβώνω, ακρωτηριασμός, κολόβωμα αρχ. ελάττωση, σμίκρυνση … Dictionary of Greek
σκολύπτω — Α (κατά τον Ησύχ.) «κολούω, κολοβῶ, ἐκτίλλω». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος με επίθημα jω από την ίδια ρίζα με το ρ. σκάλλω* «σκαλίζω, γλύφω» (βλ. και λ. σκόλοπας). Το ρ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκόλλυς* και σκόλυθρον*, ενώ δεν… … Dictionary of Greek